ἡμιονική

ἡμιονική
ἡμιονικός
only fit for mules
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… …   Dictionary of Greek

  • ημιονικός — ή, όν (Α ἡμιονικός, ή, όν) [ημίονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν. β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» δρόμος στενός, δύσβατος …   Dictionary of Greek

  • κελεύστ(ρ)α — κελεύστ(ρ)α, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἅμαξα ἡμιονική» …   Dictionary of Greek

  • όθιζα — ὄθιζα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἅμαξα ἡμιονική». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ὄθομαι* «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”